- εὐμελείᾳ
- εὐμελείᾱͅ , εὐμέλειαmelodyfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐμέλεια — melody fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμέλεια — η (Α εὐμέλεια) [εὐμελής] 1. μελωδικότητα, μουσικότητα, αρμονικότητα («φύσει διαφόρῳ προς εὐμέλειαν κεχορηγημένον», Διόδ.) 2. ευφωνία, μελωδική γλώσσα, ευρυθμία στον λόγο («τὶ οὖν ἦν ἄτοπον εἰ καὶ Δημοσθένει φροντὶς εὐφωνίας τε καὶ εὐμελείας… … Dictionary of Greek
εὐμελείας — εὐμελείᾱς , εὐμέλεια melody fem acc pl εὐμελείᾱς , εὐμέλεια melody fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμέλειαι — εὐμέλεια melody fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμέλειαν — εὐμέλεια melody fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՔԱՂՑՐԱՁԱՅՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0975 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 9c, 12c գ. ἠδυφωνία vocis suavitas εὑμέλεια, λία apta modulatio μελῴδημα hymnus. Քաղցրութիւն ձայնի. երգ ʼի ձայն քաղցր. եղանակ. գեղգեղ. մեղեդի. *Երաժշտական երգոցն քաղցրաձայնութիւն: Ազգի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)